Δυσαύλου

Δυσαύλου
Δυσαύλης
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δυσαύλου — δύσαυλος bad for lodging masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαυβώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύζυγος του Δυσαύλου, αδελφού του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού. Μητέρα του Τριπτόλεμου και κατά μία άλλη εκδοχή του γιου της Μετάνειρας και του Κελεού, Ευβούλου, της Πρωτονόης και της Νίσας. Η Β. με τον σύζυγό της φιλοξένησαν… …   Dictionary of Greek

  • Μίσα — Μυστική θεότητα της ελευσινιακής λατρείας που ήταν κόρη του Δυσαύλου και της Βαυβώς και αδελφή της Πρωτονόης. Η Μ. ή Νίσα είναι γνωστή από τις επιγραφές της Περγάμου με το όνομα Μίση Κόρη. Σύμφωνα με τον Ορφικό Ύμνο, η Ευίερος Μ. ανήκε στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”